- συρματόπλεκτος
- -η, -οκατασκευασμένος από πλεκτό σύρμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συρματόπλεκτος — η, ο, Ν κατασκευασμένος από πλεκτό σύρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, ατος + πλεκτός. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στο Ημερολόγιο Εστίας] … Dictionary of Greek